13/9/12

Let The Feelings Flow...



  • Sweethearts all over the world
  • "Habibi" come to my hug and let the feelings flow

  • Now over the wooden bed
  • you smile to me again

  • Our lounge bodies over the white satin 
  • still strangers with the common sense

  • ..i felt for the first time my soul touched
  • it was a deep, true inpact
  • our spirits cannot be born or die
  • let them come together in this life 
Το ανακάλυψα μετά από δυο χρόνια...και κάτι... σε κάτι  παλιές σημειώσεις - μπορεί να μην μύριζαν ναφθαλίνη... μύριζαν τα χνώτα της έμπνευσης...προερχόμενα από την Αίγυπτο....


Ματ. Μαν (july 2010)

8/9/11

Σκέψεις







Ακούγεται  ίσως παράλογο, ακούγεται κοινότυπο αλλά είναι σκέψεις και είναι όντως αυτός ο τίτλος. 
Δεν έχουν κάτι να σου πουν ούτε έδαφος να προσεδαφιστούν, μόνο "χαρτί" ' η μόνη διαφορά σε "σκέψεις" είναι ότι υπάρχουν οι ¨"σκέψεις" και υπάρχουν  και οι  "σκέψεις  τυπωμένες σε χαρτί"...(έχουν εκφραστεί)
Παράλογο  γιατί πρέπει να μην σκέφτεσαι, να μην νιώθεις, να είσαι εγκλωβισμένος σε φτωχόπυργους γυάλινους και διαφανείς. ίσως να "ζεις" της ευτυχία αλλωνών. Ή εστω να την ψάχνεις κοιτώντας στα ανθρώπινα πρότυπα που κυκλοφορούν στις κρύες πόλεις.. Κρύοι κι αυτά.. Ετσι δείχνουν.  Ένα ημίμετρο που καταντά κλισέ: Κοίτα αλλά μην ακουμπάς, νιώσε αλλά κράτα το για σένα,  ζήσε για τον εαυτό σου…. κοίτα τον άλλο που δεν είναι καλά και μην πλησιάζεις μη σε μολύνει από την κατάστασή του… Μερικά ακόμα και καθημερινά συμβάντα μπορεί να σε "εκτροχιάζουν" και να θέσουν σε αμφισβήτηση την εικόνα σου : Τι έπεσε κάτω η γριούλα? Μην πας και τη σηκώσεις θα γίνεις ρεζίλι με τέτοιο παντελόνι που φοράς ωραίο..το θέαμα θα είναι  σίγουρα κακόγουστο. ΄¨ Όμως δίχως να μοιράζεσαι πώς ζείς?  
Κοινότυπο γιατί ποιος δεν έχει σκέψεις… ακόμα και σε κατάσταση ύπνου ο εγκέφαλος δουλεύει. Δεν το είπε ο Φρόιντ μόνο, ούτε οι εκατοντάδες επιστήμονες που το ενισχύουν με τις πιο εξειδικευμένες διαπιστεύσεις τους: το λέει η δική μας εμπειρία.  Σκόνταψα πάνω σε ανθρώπους που παραμιλούσαν. Πήγα να «πέσω» πάνω στις φωναχτές σκέψεις τους. ¨Ευτυχώς ξέχασα ότι άκουσα. Προσποιήθηκα ότι δεν είδα.
Έτσι κι εγώ σκέφτομαι και άλλοτε γίνομαι κοινότυπη και άλλοτε παράλογη. Αλλά μου αρέσει. Πώς μπορείς άλλωστε να το αποφύγεις όταν εχθές η βροχή χάιδευε τις μονοκατοικίες και έπαιζε τη φθινοπωρινή μελωδία της  … «αναμένονται νέοι φόροι και κρατήσεις». Είναι αστείο λένε ότι δεν «κουνιέται» τίποτα και τώρα στο μπαλκόνι ακούω  τα φύλλα να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους από το  αεράκι σε κατεύθυνση προς τα μέσα Σεπτεμβρίου. Πότε ήταν το πέρυσι και πότε το φέτος θα γίνει χθες.  Πότε ήμουν δεκαέξι, ανέμελη , με όνειρα και στόχους και πότε μείναν μόνο οι στόχοι γιατί τα όνειρα φοβήθηκαν..και κάνανε πίσω. 
Φόβος είναι η λέξη του αιώνα. Φοβάσαι να αφήσεις το χθες, φοβάσαι μην μείνεις μόνος, φοβάσαι μην γίνεις ζητιάνος, φοβάσαι να μην πληγωθείς, φοβάσαι να εκφραστείς γιατί θα παρεξηγηθείς, φοβάσαι να αντιδράσεις γιατί θα μείνεις και από δουλειά, φοβάσαι να δεις την αλήθεια του σήμερα. Φοβάσαι να δείξεις ότι φοβάσαι.., φοβάσαι το αύριο γιατί ξημερώνει και μια πληγή… Εκεί  όμως είναι η ζωή… στο μεταπήδημα του φόβου και της ανασφάλειας σε δημιουργικότητα και επιλογές νέες. Στην αποδοχή της νέας εποχής, όχι αυτής που προπαγανδίζουνε, αλλά εκείνης που ο φόβος δεν είναι το σιωπηλά τιμώμενο πρόσωπο, αλλά ο άνθρωπος σαν δικαίωμα, σαν ελευθερία, σαν προσωπικότητα, σαν δημιούργημα και δημιουργός της αγάπης.
Αλλά είναι μόνο σκέψεις.
Και όλο αυτό είναι παράλογο γιατί σήμερα δεν βρέχει

26/8/11

Ήταν σκληρό μεταβατικό  καλοκαίρι.Από πίσω κολλητά ο χειμώνας. Ξέχασα, θυμήθηκα, τσατίστηκα, τρόμαξα, θάρρευσα, μπέρδεψα και μπερδεύτηκα. Τώρα πια, πείρα, αυτό μένει...μια "πρακτική" εμπειρία ζωής. Με σύμβαση μοναδική να μου έχει δώσει στοιχεία που θα κουβαλάω μια ζωή, ακόμα και αν στο συνειδητό επίπεδο δεν επανεμφανιστούν. Όλοι να ναι καλά. Τώρα πια ηρεμία εδώ. Τρόμαξα και απόρησα με ένα ξέσπασμα κάποτε. Αλλά συμβαίνει.



Πρέπει να προχωρήσω αλλά να πάω που,

 που να πάω, που να μπω,                                                            
ποιον ήλιο θα δω, ποια αυγή θα χαράξει μετά,
 ποια μάτια θα προσβλέπω δειλά.
Σε ποια ανάσα οξυγόνο θα βρω
Ποια ευχή θα κάνω ,...το κουράγιο χάνω
Πρεπει να ακολουθήσω την τύχη μου
Το νόμισμα μου να βρω
Μα που να πάω ,που να κοιτάξω
Συντρίμια παντού
Φωνές βουβές

Φεύγεις μα που πας
Ταξιδευεις  χωρίς πανιά και καύσιμα
Χωρίς την αγάπη, ποιο το νόημα
Ποια νιότη
Φεύγεις, ξεκινάς μα που πας
Στ’ αγκάθια περπατάς
Ξεριζωμένα τα νύχια
Ζεις Χωρίς καρδιά?
Ίσως νόμιζα ότι αγαπώ



Το ξέρω ότι έχω γίνει πολύ τρυφερή
Ευαίσθητη σα πουλί…ελευθερη σαν αγάπη
Μα γιατί είναι όλα μέσα
Γιατί άργησα να δω τα σημάδια
Γιατί παρερμήνευσα 

Συμπάθεια ε -και-?
Μετά τι?
Τι έχει απομείνει?τι? το κεφάλι ψιθυρίζουν,φωναζουν μα ποτέ δε σωπαίνουν, σκέψεις
Πωπω μελωδίες χορευουν μέσα μου
Όργανα αναπνέουν απτα αυτιά μου
Τραγούδια υπέροχα, άπιαστοι στοίχοι


Είμαι τόσο μπερδεμένη μέσα μου
Τόσο πολύ όσο δε πάει
Όσο δε γίνεται
Τι νόημα έχει να αγαπάς όταν δεν μπορείς
να το δείξεις

Μα τι αγαπώ?Μπορώ εγώ να αγαπήσω?Μπορώ?
Τι μπορώ και τι θέλω? Που είμαι που πηγαίνω?
Πιο κατω δεν θέλω να πάω, πιο πάνω επιμένω και σκάω
Πιο πίσω που τι να δω
Πιο μπροστά τι θα συναντήσω
Τωρα που θα σταθώ

Που θα σταθώ?που στέκομαι?που?σε τι?τι είναι αυτό?μια τρέλα τρελή…μια τρέλα…μια τρέλα…τρελή




(το έχω απολαύσει αυτό το τρελό...ξέσπασμα, είχε την ατυχία ο υπολογιστής να είναι μπροστά μου)



5/7/11

Unexpected Contact


(Unexpected Contact)

Once upon a time there were many
One place two floors
every day to many calls
never love between those
 
suddenly what was needed happened
an unexpected contact arrived
he was standing at the stairs
she was preparing an evening chocolate

she always answered to his smiles
she always preferred him unperfumerized
he was a sweet guy from the next desk
blue eyes , grey hair
and  sometimes hopeless to death

no one knows if they met again
if God had a scenario for them
if they  had strong each – other -  faith
it means nothing to her
it means nothing to him
the contact happened in real
 life was sweeter from then
like they had tasted the happy  pill

4/7/11

Ένα αγαπημένο παραμύθι (θρακιώτικο παραμύθι)



«Το πιο γλυκό ψωμί» – Λαϊκό παραμύθι 










Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η
καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια
παράξενη ανορεξία και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά
αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν
και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η
ανορεξία του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα
δε λιμπιζόταν να φάει
.
ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.                                                       
Οπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης
γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν
για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον
ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου
στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και
σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε
μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το
’χεις;» «Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
«Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει
και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις
να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις
αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του
παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!».
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο
βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και
του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν
άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο
του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να
πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι
έγινε.
Θ «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να
μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται
πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» Ο βασιλιάς ήταν
πάλι έτοιμος ν αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να
δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για
τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να
μου πάρεις το κεφάλι!»
Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παρά-
ξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε
παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το
παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια
καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα
να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε
καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε.
Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
α σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
«Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’
αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι
ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι
σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι,
νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά
στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει,
«τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου,
γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος».
Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην
πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και
να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το
μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να
ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ρίξε στη σκάφη
κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι
αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Ο
βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο
πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω
πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος
λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να
τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από
χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως
ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε
και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο
ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι

σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα
σου λείψει».
Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι
του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες
δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξία κι έτρωε καλά, που μακάρι να
τρώαμε κι εμείς έτσι!



23/6/11

Εξομολόγηση


Έκανα λάθος γιατί αγαπούσα πολύ
Όχι τους άνδρες, τον έρωτα μπορεί
Τους φίλους στη πυραμίδα τους είχα κορυφή  
Έκανα το λάθος που αγάπησα πολύ

Αγάπησα αυτό που λέμε τη στιγμή
Περπάτησα  χωρίς  μπρατσάκια   στου έρωτα τη παρακμή
Κολύμπησα σε βράχια με ανθρώπινη μορφή
Έχασα επαφή

Ξύπνησα απ’ τα λάθη
Και τρόμαξα ξημερωτα τετάρτης
Ένιωσα πως έχανα τη λογική
Έτρεμα τα βράδια σπίτι μοναχή
Χανόμουν σε τρύπιες σκέψεις
Μέσα στο δίχτυ της σιωπής

Έκανα το λάθος που αγάπησα 
Φώναζα στο πόνο
Που ναι εκείνοι που πίστεψα πολύ
Χάθηκαν βουβοί
Ένα βαθύ, μαύρο πηγάδι εμφανίστηκε μπροστά
Κι εγώ απλά έμεινα εκεί,
Πίσω απ τή ζωή


Ασημίνα, σου το αφιερώνω, ήσουν η δεύτερη αναγνώστρια του, θυμάμαι που ήσουν βουρκωμένη εκείνο το πρωινό. Χαίρομαι, που ένα από τα "παιδιά" μου σε άγγιξε. Το ήθελα για τραγούδι,ναι είναι αλήθεια..και βγήκε αυτό αδέξια και αδέξιο.

2/6/11

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΓΡΗΓΟΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ












Κρατς… κρατς…. κάποιος προσπαθεί να ανοίξει κάτι….
-Άφησε το κλειστό!
-Όχι θέλω να το ανοίξω, θέλω να δεις την αλήθεια!
-Μπορώ να δω την αλήθεια?... Δεν τη βλέπω?
- Τη Βλέπεις, αλλά μισή..Και μπορείς , γιατί είσαι έτοιμη, να δεις το σκοτάδι και το φως και να μη τυφλωθείς, μήτε να φοβηθείς.
- Σίγουρος ακούγεσαι.
- Όχι εσύ πια δε φοβάσαι , εσύ πια κοιτάς αυτό που στα αλήθεια συμβαίνει και δε το διατυμπανίζεις με το που το αισθανθείς, το επεξεργάζεσαι πρώτα, το δια - σταυρώνεις και μετά το αποδέχεσαι σαν αλήθεια
- Νομίζω, ναι, άλλαξα. Παλιότερα δεν ήμουν αυτό. Έμαθα την αξία της υπομονής, δεν έφτανε η δημιουργικότητα. Οδηγούσε σε καταστροφή. Θα το ανοίξεις , λοιπόν?
- Βιάζεσαι, λοιπόν, τώρα?
- ίσως.
- Άρα σου χει μείνει παρόρμηση…
- ¨Όχι, τα λόγια σου δείχνουν ότι κάτι είδες σε μένα, και είδα το λόγο που το κάνεις. Σε εμπιστεύτηκα… μόλις τώρα
- Άρα φοβάσαι… κάτι
-Τους ανθρώπους, με σένα όμως νιώθω ότι τους εμπιστεύομαι
- Το ανοίγω…
..Σκύβει στο μέρος της , την παίρνει μια αγκαλιά… κι εκείνη κλείνει τα μάτια… και βλέπει… ότι..εκείνος… «Σκαρφάλωσε με ένα τρόπο άγνωστο στους άλλους και σε κείνη. Έσυρε το καπάκι, και μια ηλιαχτίδα ίσα που μπήκε και τρύπησε το χώρο. Ένα μικρό φως μπήκε μέσα στο μέρος τριγύρω. Ο αέρας γέμισε  οξυγόνο. Γύρω από τη λωριδίτσα του φωτός ήταν σκοτάδι, μα τα μάτια της άστραψαν από αυτή/ο και σιγά σιγά άρχισε να ξεχωρίζει τα πρόσωπα στο χώρο που στέκονταν τριγύρω.»… Ήταν η δύναμη. Έγινε σύμμαχος της. Είδε την αλήθεια.  . . αλλά δεν το ήξερε
-  Χαμογελάς?
- Γιατί όχι, αυτό είναι η «αλήθεια»? Η αλήθεια δεν είναι μόνο η δύναμη που έχουμε μέσα μας… μου δείχνεις και κάτι άλλο πέρα από την ηλιαχτίδα?
- Ακόμα δε σου έδειξα την αλήθεια. Αυτή όμως όποια και να είναι θα έχεις τη δύναμη να την «αντιμετωπίσεις». Αυτό ήθελα. Η «αλήθεια» πάντα είναι σχετική, και τη χειριζόμαστε «προσωπικά», εξαρτάται ποιους και τι αφορά. Θα συνεχίσεις να την αναζητάς πια, γιατί θα έχεις τη δύναμη, ότι κι αν «μάθεις» να μην το αφήσεις να σε πάρει από κάτω.

-          Πως ξέρεις ότι θα έχω τη δύναμη?
-          Είδα ότι τα μάτια σου άστραψαν… σε κάτι που πραγματικά δε συνέβη…
-          Τι δε συνέβη?
-          Σε αγκάλιασα απλά..
-          Δεν άνοιξες το «καπάκι»?
-          Όχι απλά αυτό αισθάνθηκες- είδες…. εσύ.
-          Σ  ευχαριστώ
-          Είμαι απλά βιαστικός και φεύγω. Τίποτα
-          Μα που πας? Θέλω να μείνεις.
-          Θα τα ξαναπούμε
-          Εσύ βλέπεις την αλήθεια?
-          Ναι
-          Και τι κάνεις? Δεν είσαι ευτυχισμένος…
-          Ναι, κάτι θα φταίει…
Κι έφυγε

Κι όμως μπορεί εκείνος να ναι σοφότερος, εκείνη όμως έβλεπε πως η σοφία δεν ήταν αρκετή για να χαρίσει την «ευτυχία»… ΄΄ πρέπει να ζεις τη ζωή και να αισθάνεσαι καλά’’… και για να συμβαίνει αυτό… χρειάζεται …
Α Γ Α Π Η ….όποια ενέργεια, για να έχει αποτέλεσμα… πρέπει να εμπεριέχει αυτό το συστατικό…η «σοφία» δεν έχει ηλικία, όπως και η ξεροκεφαλιά




Τέλος (Ματίνα Μ.)
Μια κουβέντα έστω μπορεί να σε εμπνεύσει....να ναι καλά...    


Αργότερα θα εμπλουτίσω την ιστορία, είναι η το αρχικό, πρώτο κείμενο                                                                                           
μ

M

5/5/11

Μικρές Χαρές...και Μεγάλες Αλήθειες...σαν από παραμύθι

"Οι στιγμές ευτυχίας" ας τις "απολαύσουμε" μέσα από το βίντεο - ταινία μικρού μήκους...του Κωνσταντίνου Πιλάβiου. Καμιά φορά χαίρομαι που μαι Ελληνίδα, να μια τέτοια αφορμή...